- βλεφαρῖτις
- βλεφᾰρ-ῖτις, ιδος, ἡ,A of or the eyelids,
τρίχες Paul.Aeg.6.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίχες Paul.Aeg.6.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλεφαρίτιδα — Φλεγμονή του ελεύθερου χείλους των βλεφάρων, στο σημείο που φυτρώνουν οι βλεφαρίδες. Διακρίνονται διάφορες μορφές β. (πιτυριδώδης, εξελκωτική κ.ά.), που γενικά επηρεάζονται ευνοϊκά από χλιαρές κομπρέσες βορικού οξέος 5% καθώς και από οφθαλμικές… … Dictionary of Greek
βλεφαριτίδων — βλεφαρῑτίδων , βλεφαρῖτις of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεφαρίτιδες — βλεφαρί̱τιδες , βλεφαρῖτις of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)